- ἐπίρρικνος
- ἐπίρρικνος, ον, `A fine', wiry,
σκέλη X.Cyn.4.1
(περικνά codd.), Poll. 5.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκέλη X.Cyn.4.1
(περικνά codd.), Poll. 5.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίρρικνος — ἐπίρρικνος, ον (Α) [ρικνός] αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπίρρικνα — ἐπίρρικνος fine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)